funktio Latin - Greek
1.
-
Greekλειτουργία
-
Latinpars
-
Greekλειτούργημακαθήκον
-
Greekσυνάρτηση
-
Latinfūnctiō
-
Greekδιαδικασία
-
Greekλειτουργία
-
Greekλειτουργώ, εργάζομαι
2.
3.
-
Greekλειτουργία
-
Latinpars
-
Greekλειτούργημακαθήκον
-
Greekσυνάρτηση
-
Latinfūnctiō
-
Greekδιαδικασία
-
Greekλειτουργία
-
Greekλειτουργώ, εργάζομαι
4.
-
Greekλειτουργία
-
Latinpars
-
Greekλειτούργημακαθήκον
-
Greekσυνάρτηση
-
Latinfūnctiō
-
Greekδιαδικασία
-
Greekλειτουργία
-
Greekλειτουργώ, εργάζομαι
5.
-
Greekμονότονη συνάρτηση
English translator: Latin Greek funktio Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare